Το εκκλησάκι του Καντίκιοϊ

Εμφανείς οι σωστικές επεμβάσεις του γείτονα στο τριπλό ιερό.
Εμφανείς οι σωστικές επεμβάσεις του γείτονα στο τριπλό ιερό.

Εξακόσια χιλιόμετρα ανατολικά της Αγκυρας, εκατόν σαράντα από το Σίβας (την Σεβάστεια των Βυζαντινών) και πέντε από τον αυτοκινητόδρομο, κρύβεται το Καντίκιοϊ, ένα χωριουδάκι με καμμιά εικοσαριά ψυχές. Τίποτε δεν θα μας έκανε ποτέ να το επισκεφτούμε, εάν δεν υπήρχε μια ξεχαρβαλωμένη πινακίδα που ανεφερόταν σε κάποια εκκλησία (kilise). Και επειδή εκκλησίες έχουν μόνον οι χριστιανοί ενώ οι μουσουλμάνοι τζαμιά, στρίψαμε δεξιά με απορία.

Το χωριό έδειχνε ξεχασμένο και από τον Αλλάχ. Τα δέκα σπίτια του χτισμένα ατάκτως εδώ κι εκεί, με στέγες από ελλενίτ, μπάζα και τσιμεντόλιθους. Η πραγματικότητα της φτωχής ενδοχώρας της Τουρκίας. Κι ανάμεσα στα φτωχόσπιτα, μια εξίσου φτωχή και ταπεινή εκκλησία φαινόταν να ξεπροβάλει σ’ ένα άνοιγμα. Η είσοδος, οι εντοιχισμένες πέτρες με τους ανάγλυφους σταυρούς και το τριπλό ιερό της μαρτυρούσαν πως είναι αρμένικη.

Η φασαρία ενός αυτοκινήτου που φτάνει στο χωριό έκανε τον γείτονα της εκκλησίας, έναν εξηνταπεντάρη χωρικό να βγεί από το σπίτι. Μας «ξενάγησε» και μας έδειξε τις πέτρες που προσθέτει στον τοίχο να μην πέσει, «προσπαθώ να την συντηρήσω όσο μπορώ, χρήματα από το κράτος, γιοκ», καταλάβαμε από κάποια σπαστά γερμανικά. Στο άκουσμα του «Γιουνάν» μας πήρε βιαστικά απ’ το χέρι και μας έδειξε σχεδόν με περηφάνεια το ξυλόγλυπτο τέμπλο που αντιστεκόταν στον χρόνο: επάνω του ήταν χαραγμένο στα ελληνικά πως φιλοτεχνήθηκε το 1912 με δαπάνη των κατοίκων του χωριού.

Σκελετός, θησαυρός.
Σκελετός, θησαυρός.

Το Καντίκιοϊ ήταν ένα από τα χωριουδάκια κοντά στην αρχαία Νικόπολη, τη Γεράσαρη των Ποντίων και Σεμπίνκαραχισάρ των Τούρκων σήμερα, που κατοικούσαν και χριστιανοί. Για πόσο χάρηκαν άραγε οι κάτοικοί του (Αρμένιοι και Ελληνες) το καινούργιο τους τέμπλο; Σε τρία χρόνια έγιναν οι εκκαθαρίσεις των Αρμενίων και μόνο στο Σεμπίνκαραχισάρ η αρμενική κοινότητα των 6000 κατοίκων αποδεκατίστηκε ολοσχερώς. Τι ν’απέγιναν οι χωρικοί του Καντίκιοϊ;

Περιοδικό Γεωτρόπιο, 16 Ιουλίου 2005, τεύχος 274

Κείμενο, φωτογραφίες: Γιάννης Σκουλάς