Λέβιθα – Κίναρος: Οι βράχοι του Αιγαίου

leb2

Το καΐκι κλυδωνίζεται στο πεντάρι του Αιγαίου κι εγώ ζαβλακωμένος προσπαθώ να κοιμηθώ λιγάκι στην πρύμνη, καθισμένος πάνω στ’ απλωμένα δίχτυα. Στο τιμόνι ο Σταύρος ο Καμπόσος και δίπλα του ο αδελφός του ο Τάσος. Επιστρέφουν σπίτι τους φορτωμένοι τρόφιμα, ψωμιά, τσιμέντα για κάτι μερεμέτια και ζωοτροφή για τα γιδοπρόβατα, τώρα το καλοκαίρι που η γη στερεύει από χορτάρι. Πίσω η Πάτμος απομακρύνεται και μπροστά το άδειο Αιγαίο. Δυόμιση ώρες μετά, η Λέβιθα (ή τα Λέβιθα όπως έχει επικρατήσει) αρχίζει να αναδύεται.

Δεν είναι απλώς άγονη τούτη η γραμμή. Ειναι αγωνιωδώς άγονη και εξαρτάται αποκλειστικά από τις διαθέσεις του καιρού και τα κότσια του καπετάνιου για το αν θα πραγματοποιηθεί ή όχι. Είναι γραμμή επιβίωσης. Δεν μεταφέρει επιβάτες, δεν υπάρχουν εδώ τουρίστες για να κάνουν διακοπές. Εξ άλλου δεν υπάρχουν ούτε καταλύματα. Μόνον ο οικισμός της οικογένειας Καμπόσου με τα τρία-τέσσερα σπιτάκια, την εκκλησία κι ένα κελλί για κανα μουσαφίρη.

Επειτα από τρεις ώρες ταξίδι πιάνουμε στο μεγάλο φυσικό λιμάνι. Στη μικρή σκάλα μας περιμένει ο άλλος αδελφός, ο Μανώλης με το τρακτεράκι και τα δυό σκυλιά. Τα πράγματα φορτώνονται στην καρρότσα κι εμείς κινάμε για τα σπίτια.

Μια καινούργια μέρα ξεκινά. Κι ο Καμπόσος στο πόστο του, με τον σκοτεινό όγκο της Κινάρου στο πλευρό του.
Μια καινούργια μέρα ξεκινά. Κι ο Καμπόσος στο πόστο του, με τον σκοτεινό όγκο της Κινάρου στο πλευρό του.

Τα Λέβιθα είναι ένα νησί με επιφάνεια 9,5 τ. χλμ. που απέχει 17,5 ναυτικά μίλια από την Πάτμο, 18 από τη Λέρο και 19 από την Κάλυμνο. Ανήκει στα Δωδεκάνησα κι ακόμα στέκει η Καζάρμα, το ιταλικό διοικητήριο του νησιού για τη στέγαση της μόνιμης φρουράς κατά τη διάρκεια της κατοχής των νησιών από τούς Ιταλούς. Κάπου εδώ, ανάμεσα σε Λέβιθα και Κάλυμνο πνίγηκε ο Ικαρος, λέει η Μυθολογία. Η σκαπάνη όμως των αρχαιολόγων έφερε στην επιφάνεια λείψανα αρχαίων τειχών, απόδειξη πως η αρχαία Λέβινθος κατοικούνταν, κι ας μην ξέρουμε τίποτε εμείς γι αυτήν. Ισως να ήταν μια φρυκτωρία, ένα φυλάκιο που δεχόταν και μεταβίβαζε μηνύματα με τη χρήση της φωτιάς. Στο νησί χωρά κι ένα πεσμένο κτίσμα πέτρινου φάρου από το 1890, που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του νησιού, κανα δίωρο περπάτημα σε κοφτερά βράχια κι ανίσκιωτα μέρη. Λίγοι όρθιοι τοίχοι και χάσκοντα παράθυρα μαρτυρούν τη βασανιστική ζωή των φαροφυλάκων έναν αιώνα πριν.
Σήμερα, καπετάνιος του νησιού είναι ο Δημήτρης Καμπόσος, ένας ασπρομάλλης εξηνταπεντάρης, ο πάτερ φαμίλιας της οικογένειας που κατοικεί σε τούτον τον τόπο από την εποχή των Τούρκων. Θυμόσοφος, λιγομίλητος, αυστηρός, μα και βαθειά συναισθηματικός, αποτελεί τον πυρήνα που κρατά ενωμένη μια οικογένεια που είναι αποφασισμένη να συνεχίσει την παράδοσή της. Να παρατείνει τη ζωή στο μικρό νησί σε πείσμα των αντιξοοτήτων και των Σειρήνων του πολιτισμού. Ζωή σκληρή, δύσκολη, άχαρη και μοναχική. Ξύπνημα απ’ τα χαράματα για ψάρεμα. Θαλασσοδάρσιμο όλη μέρα. Μάζεμα των ζωντανών και άρμεγμα το απόγευμα. Και στο ενδιάμεσο, μαστορέματα στο σπίτι, στις γεννήτριες, ασπρίσματα στους τοίχους – α, όλα κι όλα, οι Καμπόσοι είναι μερακλήδες, τα ΄χουν όλα όμορφα και τακτοποιημένα! Και μετά οι ατέλειωτες μικρές και σκοτεινές μέρες του χειμώνα στην απραξία και την αναμονή. Ολα τούτα φαίνονται στο σκαμμένο πρόσωπο του Δημήτρη.

04
Κίναρος. Απ΄το μικρό πηγάδι στη μικρή ποτίστρα. Τα ζωντανά θα αρκεστούν σ΄αυτό σήμερα.

Η αγάπη μέσα στην οικογένεια είναι μια διέξοδος. Και το βιολί μια άλλη. Γιατί ο Καμπόσος είναι ένας δεξιοτέχνης αυτοδίδακτος μουσικός. Κι όταν τα πράγματα σφίξουν και το καΐκι δεν μπορεί να βγεί στο πέλαγο κι η μέρα δεν κυλά με τίποτα, παίρνει αγκαλιά το βιολί και σκορπά στην αγριάδα του νησιού τις μελωδίες του. Μελωδίες που παίζει για κείνον μόνο, που τον παρασέρνουν σ’ άλλους τόπους, σ’ άλλους χρόνους. Και που ίσως κατευνάζουν ανέμους και βροχές που δέρνουν αλύπητα τα Λέβιθα.

Το νερό στο νησί είναι ελάχιστο, ας είναι καλά ένα πηγάδι που πάντα κρατάει λίγο, κι ίσα που αρκεί για την οικογένεια και τα ζωντανά της, φτάνει να μη θέλεις καθημερινό ντους. Κι όσο για το ρεύμα, φυσικά και δεν υπάρχει ΔΕΗ. Αρκούνται σε φωτοβολταϊκές επιφάνειες, μια ανεμογεννήτρια κι ένα θηρίο ηλεκτρογεννήτρια. Ο Δημήτρης έχει ιδιότητες πολυτάλαντες. Είναι κτηνοτρόφος (διαθέτουν κοντά πεντακόσια γιδοπρόβατα), ψαράς, χτίστης, μαραγκός, έμπορος. Ηταν και γεωργός, μα ο «κάμπος», όπως τους αρέσει να λένε τη λίγη επίπεδη γης, δεν καλλιεργείται πια, αφού οι αέρηδες που τον σαρώνουν το χειμώνα και η θάλασσα που τον δέρνει με το κύμα της, το απαγορεύουν. Είναι και ταβερνιάρης, έχει βάλει τρία τραπέζια στην αυλή για τα ιστιοπλοϊκά που καμιά φορά απαγκιάζουν τη νύχτα στο λιμάνι. Τότε αναλαμβάνει η κυρία Ειρήνη, προσφέροντας στους ξένους της ό,τι έχει μαγειρέψει στο γκάζι ή ό,τι ψήνει στην ψησταριά ο Μανώλης.

Λέβιθα. Το φυσικό λιμάνι, σωτηρία για τα ιστιοπλοϊκά στα δυνατά μελτέμια του Αιγαίου.
Λέβιθα. Το φυσικό λιμάνι, σωτηρία για τα ιστιοπλοϊκά στα δυνατά μελτέμια του Αιγαίου.

Την επομένη με βάζει ο Δημήτρης στο καΐκι και πάμε επίσκεψη στους γείτονες. Στην Κίναρο τα πράγματα είναι πιο ζόρικα. Μια ώρα απόσταση από τα Λέβιθα, ανήκει κι αυτή διοικητικά στα Δωδεκάνησα μαζί με τα ενδιάμεσα ξερονήσια, τον Γλάρο και τα δύο Μαύρα. Αν και μισή σε έκταση από τα Λέβιθα (4,5 τ. χλμ.), κάποτε κατοικούνταν από οκτώ οικογένειες και στο μικρό της κάμπο υπάρχουν ακόμη τα ερείπια από τα σπίτια με τις αυλές, τα πηγάδια και τ’ αλώνια τους, που φτάνουν σε βάθος μέχρι το 1870.

Στο τελείωμα του φυσικού όρμου, ένα ασπρισμένο σπιτάκι περιμένει. Μια αυτοσχέδια προβλήτα που παίζει και ρόλο αυλής και δυο κυρίες με δυο σκυλιά μας υποδέχονται. Οι αδελφές Ειρήνη και Αντωνία με τη Σίβα και τη Φρίντα. Σήμερα η Ειρήνη και ο άντρας της είναι οι μόνοι κάτοικοι του νησιού. Ο Νομικός λείπει και ήρθε η αδελφή να της κάνει παρέα να μη νοιώθει μοναξιά. Το ζευγάρι, έπειτα από μια περιπλάνηση στην Αυστραλία αποφάσισε συνειδητά να εγκατασταθεί στην Κίναρο μετά το θάνατο του πατέρα. Γυρίζοντας βρήκαν τα πάντα ρημαδιό. Τα ζώα κλεμμένα, το σπίτι λεηλατημένο, ακόμα και η γεννήτρια είχε κάνει φτερά. Μα η Ειρήνη και ο Νομικός Κατσοτούρχης είναι φτιαγμένοι από στόφα μαχητή. Πήραν ένα μουλάρι και καινούργια γιδοπρόβατα, τους δώσαν και ονόματα: Νεφέλη, Φραουλίτσα, Δάφνη και Ραϋμόνδη. (Για φαντάσου, μια γίδα που την λενε Ραϋμόνδη σε μια βραχονησίδα στο Αιγαίο…) Φτιάξαν ένα μποστάνι με λίγες ντοματιές και κάμποσα κλήματα και με τη βοήθεια μιας γεννήτριας, ικανής να κρατήσει ζωντανά ένα ψυγειάκι και μια μικρή λάμπα, εδραίωσαν την απόφασή τους να γίνουν οι φύλακες του νησιού. «Είναι το μέρος που γεννήθηκα, που ξέρω, που αγαπώ…», θα πει. «Μιά κουκιδίτσα στι χάρτη, μα για μας είναι το παν», θα συμπληρώσει σχεδόν απολογητικά η Αντωνία.

Ενας γύρος στην Κίναρο βαστά περίπου 6 ώρες. Και στο ψηλότερο σημείο της βρίσκεται το εγκαταλελειμμένο χωριό, με μόνο ζωντανό ακόμη σπίτι αυτό της οικογένειας Θυραίου και την εκκλησία με χαραγμένη τη χρονολογία κτίσης: 1878. Η Κίναρος κατοικήθηκε κι αυτή από τους αρχαίους χρόνους, αφού στην είσοδο του όρμου και στην κορυφή του βράχου υπάρχουν υπολείμματα περιμετρικού τείχους. Μήπως μια ακόμη μια φρυκτωρία για να συνεννοείται με αυτήν της Λεβίνθου; Ενα ψηφιδωτό δάπεδο και ο τοίχος με στοιχεία βυζαντινής τοιχοποιίας, γνωστός σαν «Λουτρό του Αγά» είναι επίσης ορατά μέσ’ στο μικρό φαράγγι.
Τους πήγαμε κρέας για το ψυγείο κι ένα γλυκό, πεσκέσι της μιας γειτόνισσας στην άλλη, μας φίλεψαν ό,τι καλούδια είχαν και το απογευματάκι γυρίσαμε σπίτι.

Στα Λέβιθα έμεινα τρεις μέρες φιλοξενούμενος των Καμπόσων. Τα βράδια στο τραπέζι, η οικογένεια κι εγώ τρώγαμε την απίθανη ψαρόσουπα της κυρίας Ειρήνης, ξεκοκκαλίζαμε τα ψάρια που είχε μόλις πιάσει ο Δημήτρης, κουβεντιάζαμε για τη ζωή και για το πείσμα τους, κι όταν αποπίναμε το κρασί, αποσυρόμουν στο κελλί μου με μια λάμπα πετρελαίου μια και το ρεύμα δεν φτάνει να δώσει φως στο μικρό εκκλησάκι…

Περιοδικό ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ, 30 Σεπτεμβρίου 2006, τεύχος αρ. 337

Κείμενο, φωτογραφίες: Γιάννης Σκουλάς